πεδερχομαι

πεδερχομαι
    πεδέρχομαι
    эол. = μετέρχομαι См. μετερχομαι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πεδερχομαι" в других словарях:

  • πεδέρχομαι — Α (αιολ. τ.) βλ. μετέρχομαι …   Dictionary of Greek

  • πεδέρχομαι — μετέρχομαι come pres ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετέρχομαι — (I) (ΑΜ μετέρχομαι, Α αιολ. και δωρ. τ. πεδέρχομαι) νεοελλ. (σχετικά με μέσα) χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι («μετέρχεται κάθε μέσο θεμιτό ή αθέμιτο προκειμένου να επιβάλει τις απόψεις του») νεοελλ. μσν. (για τέχνη ή επάγγελμα) ασκώ («μετέρχεται το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»